διαστρεβλώνω — διαστρεβλώνω, διαστρέβλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαστρεβλώνω — (AM διαστρεβλῶ, όω) μσν. 1. κάνω κάτι ή κάποιον ολοκληρωτικά στρεβλό, παραμορφώνω μσν. νεοελλ. παραποιώ, διαστρέφω, αλλοιώνω («διαστρέβλωσε την αλήθεια») … Dictionary of Greek
προσδιαστρέφω — Α διαστρέφω, διαστρεβλώνω επί πλέον («τοῑς κατηγοροῡσι χαίρων ὡς οὐδὲ τοῑς ἐπαινοῡσιν ἐλάνθανε τῷ νουθετεῑν δοκοῡντι προσδιαστρεφόμενος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαστρέφω «διαστρεβλώνω»] … Dictionary of Greek
αποστρεβλώνω — (Α ἀποστρεβλοῡμαι, όομαι) διαστρεβλώνω τελείως αρχ. υφίσταμαι φριχτά βασανιστήρια … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος … Dictionary of Greek
διατρέπω — (Α) 1. αποτρέπω, μετατρέπω 2. παθ. απομακρύνομαι από τον σκοπό μου («οὐ μόνον τὸ πλῆθος ἀλλὰ καὶ τὴν σύγκλητον αὐτὴν συνέβη διατραπῆναι», Πολ.) 3. (με αιτ.) φοβάμαι, ντρέπομαι («μηδὲ ὄχλον ἀδίκως σε δυσωποῡντα διατραπῆς», Επίκτητος) 4. αποστρέφω… … Dictionary of Greek
δολώνω — (AM δολῶ, όω) [δόλος] 1. δολιεύομαι, εξαπατώ 2. νοθεύω νεοελλ. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι ή παγίδα μσν. 1. κηλιδώνω 2. διαστρεβλώνω αρχ. 1. πιάνω, συλλαμβάνω με δόλο 2. τροποποιώ, μετασχηματίζω … Dictionary of Greek
εκμοχλεύω — (AM ἐκμοχλεύω) 1. αποσπώ ή μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού 2. αποσπώ βίαια κάτι αρχ. 1. παραβιάζω, διαστρεβλώνω 2. ιατρ. εξαρθρώνω … Dictionary of Greek
επιψεύδομαι — ἐπιψεύδομαι (Α) 1. λέω κι άλλα ψέματα («χαλεπὸν δὲ εὑρεῑν ὅπου οὐχὶ καὶ ἐπιψεύδονται», Ξεν.) 2. παραμορφώνω, διαστρεβλώνω («καὶ τὸν ἀριθμόν τῶν ἀποθανόντων ἐπιψευσάμενος», Πλούτ.) 3. πλάθω, επινοώ κάτι 4. εξαπατώ κάποιον 5. φρ. «ἐπιψεύδομαι τί… … Dictionary of Greek